-
1 ἀπο-στρέφω
ἀπο-στρέφω, 1) ab-, weg-, zurückwenden, τοσσάκι μιν προπάροιϑεν ἀποστρέψασκε παραφϑὰς πρὸς πεδίον Iliad. 22, 197; ἀποστρέψαντες νέας Od. 3, 162; ἅρματα ἀπεστραμμένα ὡς εἰς φυγήν Xen. Cyr. 6, 2, 13; πόδας καὶ χεῖρας, Füße u. Hände zurückdrehen, um sie auf den Rücken zu binden, Od. 22, 173; so χέρας Soph. O. R. 1154; Ar. Lys. 455, vgl. Pax 279; ἄχρηστοι αἱ νῆες· ἀπεστράφατο γὰρ τοὺς ἐμβόλους, es waren die Schnäbel zurückgebogen, Her. 1, 166. Auch übertr., εἰς τοὐναντίον λόγους Plat. Soph. 239 d. Jemand zum Umkehren bewegen, Iliad. 10, 355; Xen. An. 2, 6, 3; in die Flucht schlagen, Il. 15, 62; Jemanden entlassen, ihn nach Hause zurückkehren lassen, Thuc. 5, 75; τὸν πόλεμον ἐς, wohin versetzen, Arr. An. 2, 1. – 2) intr., sich umwenden, zurücklaufen, ἀποστρέψασκε Od. 11, 597, vgl. Scholl.; τοὐναντίον ἀποστρέψας εἰς Φρυγίαν ἦλϑε Xen. Hell. 3, 4, 12; ἀπὸ τοῦ λήμματος Din. 2, 23; τινός, von Einem ab, Plut. – Pass. mit fut. med., sich abwenden, Xen. Cyr. 5, 5, 6; umkehren, οὐ πάλιν ἀποστραφεὶς ἄπει Soph. O. R. 431; zur Flucht, ἀποστραφέντες ἔφυγον Pol. 5, 85 u. öfter; heimkehren, Xen. Cyr. 1, 4, 25; τινά, sein Gesicht von Einem abwenden, ihn verabscheuen, aversari, Ar. Pax 666; τὸν δῆμον ἀποστρ. ἀχϑεσϑεῖσα Eur. Suppl. 171; Xen. Cyr. 5, 5, 36, wo ἀποστρέψει gewiß richtig, nicht ἀποστρέψεις; φιλίαν Pol. 9, 39; ἀποκρίσεις, nichts damit zu thun haben wollen, 12, 27; häufig in der Anthol.; λόγοι ἀπεστραμμένοι, Worte der Verachtung, Her. 7, 160.
См. также в других словарях:
Φίλιπποι — Αρχαία πόλη της Μακεδονίας, ΒΔ της Καβάλας, η οποία ιδρύθηκε (με το όνομα Κρηνίδες) το 360/59 π.Χ., γνώρισε αξιόλογη ανάπτυξη στα χρόνια της μακεδονικής κυριαρχίας, έζησε και άκμασε ως ρωμαϊκή πόλη περίπου επί τρεις αιώνες, δέχτηκε πρώτη στην… … Dictionary of Greek
άγος — Όροςμε τον οποίο οι αρχαίοι Έλληνες χαρακτήριζαν το μίασμα, την κατάρα, την οργή θεού που παρακολουθεί τον ένοχο ενός εγκλήματος. Εναγείς μπορούσαν να είναι όχι μόνο άντρες ή γυναίκες, αλλά και ολόκληρες πόλεις και κράτη εξαιτίας του εγκλήματος… … Dictionary of Greek
ομοιοκαταληξία — Ταυτότητα ήχων μεταξύ δύο ή περισσότερων λέξεων, μετά την τονιζόμενη συλλαβή. Γενικά, ο όρος αναφέρεται σε λέξεις που βρίσκονται στο τέλος δύο συνεχόμενων ή γειτονικών στίχων. Οι ο. λέγονται οξύτονες ή καταληκτικές, παροξύτονες και προπαροξύτονες … Dictionary of Greek